- νευροκοίλιος
- νευρο-κοίλιος, ον, dub. sens. in Hp.Loc.Hom.5 (fort. εὐρυκοίλιοι).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευροκοίλιοι — νευροκοίλιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)